κακουχίζω

κακουχίζω
κακουχίζω (Μ)
1. (μτβ.) α) κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ, βασανίζω
β) ταπεινώνω
2. μέσ. κακουχίζομαι
ταπεινώνομαι
3. (αμτβ.) ασθενώ («ἐκακούχισεν (ὁ ρήγας)...
καὶ ὅνταν ἐκαλυτέρισεν...», Μαχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακουχῶ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε -ίζω, από τον αόρ. σε -ησα., που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακουχισμός — κακουχισμός, ὁ (Μ) [κακουχίζω] κακομεταχείριση, κακοποίηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”